- τριδακτυλιαῖος
- τρῐδακτῠλ-ιαῖος, α, ον, = sq. 11,A
διάστημα S.E.M.10.156
, cf. Heliod. ap. Orib.48.58.2, Gp.7.15.17 ([etym.] -λαῖα), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάστημα S.E.M.10.156
, cf. Heliod. ap. Orib.48.58.2, Gp.7.15.17 ([etym.] -λαῖα), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριδακτυλιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριδάκτυλος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τριδακτυλιαίας — τριδακτυλιαίᾱς , τριδακτυλιαῖος fem acc pl τριδακτυλιαίᾱς , τριδακτυλιαῖος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)